- εξερωεω
- ἐξερωέωἐξ-ερωέωсворачивать в сторону
(μέσσης κελεύθου Theocr.)
αἱ (ἵπποι) ἐξηρώησαν Hom. — лошади метнулись в сторону
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μέσσης κελεύθου Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐξηρώησαν — ἐξερωέω swerve from the course aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξηρώησε — ἐξερωέω swerve from the course aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωώ — ἐρωῶ, έω (Α) 1. ρέω, χύνομαι ορμητικά, αναβλύζω («αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί», Ομ. Οδ.) 2. υποχωρώ μπροστά σε κάτι, αποσύρομαι, ενδίδω («ἐρωῆσαι πολέμοιο») 3. εγκαταλείπω, αφήνω 4. αποτρέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. συγγενές αλλ’ όχι παράγωγο τού ερωή* … Dictionary of Greek